- πρόδηλος
- -η, -ο / πρόδηλος, -ον, ΝΑσαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.)αρχ.1. προδηλωτικός2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι(ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί3. φρ. «ἐκ προδήλου» — από εμφανές μέρος. Επίρ. προδήλως ΝΑμε πρόδηλο τρόπο, ολοφάνερα, καταφανώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δῆλος «σαφής»].
Dictionary of Greek. 2013.